πλειοτροπικό

πλειοτροπικό
-ή, -ό, Ν
φρ. «πλειοτροπικό γονίδιο
βιολ. γονίδιο που ελέγχει περισσότερα από ένα χαρακτηριστικά τού φαινοτύπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropic (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλειοτροπία — η, Ν (θιολ.) τύπος κληρονομικότητας κατά τον οποίο ένα μόνο γονίδιο πλειοτροπικό δρα σε πολλούς ιστούς ή σε πολλά όργανα και καθορίζει ποικίλους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropy (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”